προφορικός

προφορικός
-ή, -ό / προφορικός, -ή, -ον, ΝΜΑ [προφορά]
αυτός που εκφράζεται με προφορά, με εκφώνηση, σε αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο ή τον γραπτό (α. «προφορικές εξετάσεις» β. «καὶ τοῡ ἐνδιαθέτου λόγου καὶ τοῡ προφορικοῡ», Πλούτ.
γ. «ἀνθρωπινωτέρως ὀνομάζεται λόγια θεοῡ προφορικὰ ῥήματα», Δίδ. Αλ.)
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα προφορικά
οι προφορικές εξετάσεις, σε αντιδιαστολή προς τα γραπτά, τις γραπτές εξετάσεις
2. φρ. «προφορική παράδοση» — η παράδοση που διατηρήθηκε και αναπτύχθηκε διά ζώσης, με προφορικό λόγο, από γενεά σε γενεά
(αρχ. (για λόγο) αυτός που ρέει, ο ρέων («πλουτεῑν τῷ λόγῳ προφορικῷ», Ωριγ.).
επίρρ...
προφορικώς / προφορικῶς ΝΜΑ, και προφορικά Ν
με προφορικό λόγο, δια ζώσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προφορικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικός — ή, ό 1. αυτός που γίνεται ή λέγεται με λόγια, με ζωντανή φωνή: Προφορική εξέταση. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., προφορικά προφορικές εξετάσεις: Στα προφορικά έχω μικρό βαθμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λόγος προφορικός —         (греч.) (logos propliorikos) слово произносимое. Речь изустная, звучащая (стоики). У Филона Александрийского логос, исходящий из бога; также Λόγος προφατικός (logos prophatikos). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская… …   Философская энциклопедия

  • προφορικά — προφορικός of neut nom/voc/acc pl προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc/acc dual προφορικά̱ , προφορικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικῶν — προφορικός of fem gen pl προφορικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικόν — προφορικός of masc acc sg προφορικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικοῖς — προφορικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικοί — προφορικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικοῦ — προφορικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προφορικούς — προφορικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”